Πόλεμοι και ψυχοτραυματισμοί

Το κείμενο που αναρτήσαμε πρόσφατα για την ιχνηλασία των ψυχοτραυματισμών στα παιδιά, από πολέμους και πολιτικές διώξεις, έδειξε ότι το ζήτημα αυτό ενδιαφέρει πολλούς.

Σας συνιστώ δύο εξαιρετικά βιβλία:

Η αυτοβιογραφία ενός Σκιάχτρου του Boris Cyrulnic (Εκδόσεις Κέλευθος). Μικρές ιστορίες πολέμων και διώξεων από διάφορες γωνιές του πλανήτη. Οι τραυματισμένοι γίνονται σκιάχτρα και χρησιμοποιούν διάφορους μηχανισμούς για να επουλώσουν τα τραύματα και να συνεχίσουν τη ζωή τους.

Η κλεμμένη εφηβεία του Stanislas Tomkiewicz, (Εκδόσεις University Studio Press), έφηβου στο γκέτο της Βαρσοβίας. Επέζησε, αργότερα έγινε ψυχίατρος στη Γαλλία και αφιερώθηκε στην φροντίδα πρώτα των καθυστερημένων και μετά των παραπτωματικών εφήβων, λέγοντας «εργάζομαι με εφήβους επειδή μου έκλεψαν την εφηβεία μου». Μπόρεσε να μιλήσει για όλα αυτά πολύ-πολύ αργότερα και τελευταία για την μεγάλη του ενοχή, ότι δραπέτευσε από το τραίνο που οδηγούσε τους γονείς του στο θάνατο.

Δημ. Πλουμπίδης

Διαφήμιση

Ευρωπαϊκό πρόγραμμα: Φιλικές κοινότητες για άτομα με άνοια

Σήμερα παρουσιάστηκαν στον δήμο Βύρωνα τα αποτελέσματα της πιλοτικής εφαρμογής στην Ελλάδα του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Joint Action – Dementia 2, που αποσκοπεί να κάνει φιλικές τις πόλεις προς τα άτομα με διαταραχές της μνήμης. Η έναρξη του προγράμματος μας επιφύλαξε την έκπληξη μιας μικτής χορωδίας: ένα ΚΑΠΗ με ένα νηπιαγωγείο, το σήμερα να τραγουδά μαζί με το μεθαύριο.

Το πρόγραμμα περιέλαβε την εκπαίδευση των υπαλλήλων των τραπεζών της περιοχής και των δημοτικών υπαλλήλων στην διευκόλυνση της πρόσβασης των ηλικιωμένων με προβλήματα μνήμης ή άνοιας καθώς και των φροντιστών τους. Σήμερα στην Ελλάδα τα άτομα με άνοια υπολογίζονται σε περίπου 200.000. Στόχος αυτών των προγραμμάτων είναι να μειώσει την απομόνωση αυτών των ηλικιωμένων αλλά και το φορτίο των φροντιστών τους και για τον λόγο αυτό λειτούργησε και σχολείο φροντιστών για ένα μήνα.

Oι συναντήσεις των ΚΑΠΗ με τα νηπιαγωγεία ήταν γεμάτη ευχάριστες εκπλήξεις. Ψυχή του προγράμματος είναι ο Αντώνης Πολίτης. Μαζί σχεδιάσαμε και ξεκινήσαμε από το 2004 ένα πρόγραμμα πρώιμης διάγνωσης της άνοιας. Η συνεργασία με τους επαγγελματίες υγείας του Δήμου Βύρωνα που ξεκίνησε τότε έχτισε σχέσεις και αμοιβαία εμπιστοσύνη που συνεχίζονται ως σήμερα.

Δημήτρης Πλουμπίδης

Διαβάστε περισσότερα για τη συγκεκριμένη εκδήλωση, στο σχετικό ρεπορτάζ του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων πατώντας εδώ.

Αναζητώντας την θεραπεία και την κοινωνική ένταξη

Την Τρίτη 19 Μαρτίου, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος πραγματοποιήθηκε η Εκδήλωση – Ανοιχτή συζήτηση: Ακούγοντας την Ψυχή την οποία συνδιοργάνωσαν ο Υπουργός Επικρατείας Χριστόφορος Βερναρδάκης και ο Συντονιστικός Μηχανισμός για την Αναπηρία, σε συνεργασία με την Ταινιοθήκη.

Σκοπός της εκδήλωσης ήταν να ακουστούν οι άνθρωποι που βιώνουν καθημερινά την ψυχική νόσο, στο πλαίσιο της προσπάθειας να υπάρξει μια κοινωνικότερη αντίληψη γύρω από το ζήτημα της ψυχικής νόσου και να γίνουν βήματα για την αποστιγματοποίηση των ψυχικά ασθενών.

Ομιλητές ήταν ασθενείς, συγγενείς αυτών και επιστήμονες από τον χώρο της ψυχικής υγείας:

🎙 Μαρίνα Σαράκη, Ψυχολόγος, στέλεχος του Συντονιστικού Μηχανισμού για την Αναπηρία,
🎙 Πρωτοπρεσβύτερος Παύλος Κουμαριανός, Δρ. Θεολογίας, Μεταδιδακτορικός Ερευνητής
🎙 Κατερίνα Νομίδου, Πρόεδρος Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Οργανώσεων για την Ψυχική Υγεία ΠΟΣΟΨΥ, Εμπειρογνώμονας του Π.Ο.Υ. στο τρίπτυχο “Ψυχική υγεία, δίκαιο, ανθρώπινα δικαιώματα”
🎙 Καίτη Κανακάκη, Ψυχολόγος Ψυχοθεραπεύτρια, Ιδρυτικό μέλος του Πανελλήνιου Συλλόγου της NDI Ελλάδας- Πανελλήνιος Σύλλογος Παρεμβαίνουσας Μη-Κατευθυντικότητας
🎙 Θανάσης Μαντζάρας & Νίκη Γαβαλά, ιδρυτικά μέλη humanlinks.gr 
Ευαγγελία Καπετάνου-Κοκκόλη , Πρόεδρος ΣΟΦΨΥ (Σύλλογος οικογενειών και φίλων για την ψυχική υγεία) Β.Α Αττικής
🎙 Βασίλειος Φωτόπουλος, ψυχίατρος, τ. δ/ντης κλινικής ΨΝΑ Δρομοκαΐτειου με εμπειρία στην κοινωνική ψυχιατρική
🎙 Χριστιάνα Πετράκη, Μέλος του ΣΟΦΨΥ ΒΑ Αττικής, με βιωματική εμπειρία ψυχικής νόσου
🎙 Χριστόφορος Παπαδάκης πρόεδρος του ΣΟΦΨΥ Κορυδαλλού
🎙 Δημήτρης Πλουμπίδης, Ψυχίατρος, πανεπιστημιακός, πρόεδρος Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρίας 
🎙 Μαρία Κομνηνού, πανεπιστημιακός, πρόεδρος της Ταινιοθήκης της Ελλάδος

Παρακολουθήστε την ομιλία του Δημήτρη Πλουμπίδη μέσω Facebook πατώντας εδώ.

Βιογραφικό Δ.Ν.Πλουμπίδη

Ο Δημήτρης Πλουμπίδης είναι ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής του ΕΚΠΑ. Γεννήθηκε το 1948 στην Αθήνα σε συνθήκες παρανομίας των γονιών του, Νίκου Πλουμπίδη και Ιουλίας Παπαχρήστου.

Αποφοίτησε από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ το 1972 κι έλαβε τον τίτλο ειδικότητας το 1980 στην Ψυχιατρική, Νευρολογία και Οικονομία της Υγείας στη Γαλλία όπου και εργάστηκε από το 1973 ως το 1986. Επίσης, το 1980 έλαβε τον τίτλο του Διδάκτορος του ΕΚΠΑ.

Εκλέχτηκε λέκτορας της Ψυχιατρικής του ΕΚΠΑ τον Ιούλιο 1988 και αφυπηρέτησε ως καθηγητής Ψυχιατρικής τον Αύγουστο 2015.

Τόσο η κλινική του δραστηριότητα, όσο και το επιστημονικό του έργο επικεντρώθηκαν στην εξωνοσοκομειακή άσκηση της ψυχιατρικής στην κοινότητα και την ψυχοκοινωνική αποκατάσταση των ψυχικά ασθενών. Δημοσίευσε, επίσης, μελέτες για την ιστορία της Ψυχιατρικής στην Ελλάδα.

Εργάστηκε από το 1988 ως την αφυπηρέτηση του ως υπεύθυνος του Κέντρου Κοινοτικής Ψυχικής Υγιεινή Βύρωνα- Καισαριανής, της Α΄ Ψυχιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ. Πρόκειται για το πρώτο στην Ελλάδα Κέντρο Κοινοτικής Ψυχικής Υγιεινής, με σημαντική συμβολή στην πιλοτική εφαρμογή της κοινοτικής ψυχιατρικής και την συνεργασία με τις γύρω κοινότητες.

Από τον Ιούνιο 2015 έως σήμερα είναι εκπρόσωπος της Ελλάδας για θέματα ψυχικής υγείας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.

Από τον Μάιο 2014 είναι πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας , επιστημονικής και επαγγελματικής ένωσης των Ελλήνων ψυχιάτρων.

Είναι Πρόεδρος της Επιτροπής Ψυχικής Υγείας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας.

«Στα ίχνη των ψυχοτραυματισμών»

Δ.Ν. Πλουμπίδης. «Στα ίχνη των ψυχοτραυματισμών». Στο : Μαντώ Νταλιάνη-Καραμπατζάκη. Παιδιά στη δίνη του ελληνικού εμφυλίου πολέμου 1946-1949, σημερινοί ενήλικες. Διαχρονική μελέτη για τα παιδιά που έμειναν στη φυλακή με τις κρατούμενες μητέρες τους. Επιμέλεια: Ι. Τσιάντης, Δ. Πλουμπίδης. Εκδ. Μουσείου Μπενάκη, Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου, Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Αθήνα, 2009, LI-LVIII

Η μελέτη της  μακροχρόνιας εξέλιξης  παιδιών που υπέστησαν  πολλαπλούς  ψυχικούς τραυματισμούς, σε συνθήκες πολέμου ή  έντονων κοινωνικών αναταραχών,  κατάφεραν να  επιζήσουν και  στη συνέχεια  να συνεχίσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, την ζωή τους , θέτει μια σειρά από ερωτήματα.  Κάποια από αυτά  αφορούν  μια καθαρά κοινωνική προβληματική. Χάρη σε ποιους  θεσμούς, σε ποια δίκτυα αλληλεγγύης ή συγκυρίες φιλικές γι’ αυτά τα παιδιά, χάρη σε ποια «περάσματα» ανάμεσα στα δίχτυα εχθρικών θεσμών ή καταστάσεων  κατάφεραν να επιβιώσουν και να κρατηθούν μέσα στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεν πρέπει να υποτιμούμε αυτό που γνώριζαν και γνωρίζουν όλες οι κοινωνίες, ότι δηλαδή οι καταδιωγμένοι  χρειάστηκαν, πρώτα-πρώτα,  τροφή, ρούχα και στέγη και  ένα περιβάλλον διατεθειμένο να τους συνδράμει, χωρίς αναγκαστικά  να ενδιαφέρεται για την «ψυχολογία» τους.

Στη συνέχεια,  καλούμαστε να εξετάσουμε τον βαθμό κοινωνικού αποκλεισμού που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν και τις στρατηγικές που ακολούθησαν τα ίδια τα παιδιά και το περιβάλλον τους. Η προσέγγιση αυτή, συνήθως, βασίζεται σε μια σειρά από αντικειμενικά κριτήρια (π.χ. εκπαίδευση, επάγγελμα, κοινωνική ζωή) αλλά μόνο έμμεσα μας δίνει πληροφορίες για τους ψυχολογικούς μηχανισμούς που επιστράτευσαν  σε αυτό τον αγώνα και τους δρόμους που ακολούθησαν στην προσωπική τους εξέλιξη. Ο S.Tomkiewcz (1), Πολωνός Εβραίος έφηβος  επέζησε από την ναζιστική γενοκτονία και αργότερα  έγινε γνωστός ψυχίατρος στη Γαλλία,  γράφοντας στα απομνημονεύματα του : «αν η κοινωνική δυσχέρεια προσαρμογής (παραπτωματική συμπεριφορά, ψύχωση, βαριά νεύρωση, αδυναμία βιοπορισμού) συνοδεύεται πάντα από τεράστιο ψυχικό πόνο, το αντίθετο απέχει πολύ από το να ισχύει: ο συνεχιζόμενος ψυχικός πόνος είναι συμβατός με μία ικανοποιητική ή και εξαιρετική κοινωνική προσαρμογή».

Κάποιες πληροφορίες για ζητήματα που αφορούν τις ψυχολογικές αντιδράσεις αυτών των παιδιών έχουμε από τις λίγες καταγεγραμμένες αφηγήσεις σχετικά με την αρχική εργασία υποδοχής και στήριξης τους αλλά και «εκ των υστέρων», όταν ως ενήλικοι και ως γονείς  προσέγγισαν αυτά τα τραύματα γιατί αισθάνθηκαν ότι εξακολουθούσαν να εμπλέκονται στη ζωή τους  ή στη ζωή των δικών τους.

Σε ότι αφορά την Ελλάδα  του εμφυλίου πολέμου, μία πολύτιμη μαρτυρία για τα ίδια  τα παιδιά, την εξέλιξη τους και το περιβάλλον τους αποτελούν οι κασέτες με το μαγνητοφωνημένο υλικό από την έρευνα της Μ.Νταλιάνη, που  έχουν αποτεθεί στο Μουσείο Μπενάκη, χωρίς όμως  το βάθος των ψυχο τραυματισμών  να είναι πάντοτε εμφανές ούτε και σε αυτό το πλούσιο υλικό.  

Στην Ελλάδα των χρόνων  του εμφυλίου πολέμου, η βία , ο θάνατος, η φυλακή  και οι στερήσεις αφορούσαν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού με άμεσες συνέπειες στα παιδιά. Πολλές χιλιάδες από αυτά, ιδιαίτερα στις αγροτικές περιοχές, βίωσαν ψυχοτραυματικές καταστάσεις (διώξεις ή φόνο των γονιών, στερήσεις, βίαια απομάκρυνση από τις εστίες κ.α.). Ένα μέρος από αυτά τα παιδιά και ασφαλώς όχι το μεγαλύτερο,  τροφοδότησε  ένα μοναδικό φαινόμενο γι’ αυτή την περίοδο, δηλαδή την συγκέντρωση περισσότερων από 50.000 παιδιών από τις ευρύτερες εμπόλεμες ζώνες, τόσο στις παιδουπόλεις  της Βασιλικής Πρόνοιας , όσο και εκτός Ελλάδας, στις τότε χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού», από τον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας.  Πρόκειται για φαινόμενο που δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε εδώ και το οποίο έχει ελάχιστα μελετηθεί από την σκοπιά των ψυχο τραυματισμών, καθώς,  για μεγάλο χρονικό διάστημα, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, καλύφθηκε από την βαθειά  σιωπή που, σχεδόν πάντα, συνοδεύει την επούλωση των εμφυλίων συγκρούσεων, πλην της χρήσης του για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Τα τελευταία χρόνια, με την απόσταση της πεντηκονταετίας, άρχισαν να εμφανίζονται σχετικά βιβλία και κείμενα  (2), (3), (4), καθώς και  προσωπικές μαρτυρίες, (5), (6).

Σε ότι αφορά οικογένειες  που ήταν ενταγμένες στην αριστερή παράταξη, φαίνεται από πολλές μαρτυρίες αλλά και από την δειγματοληπτική ακρόαση υλικού από την έρευνα της Μ. Νταλιάνη, ότι η αίσθηση του ανήκειν σε ένα  ευρύ, διωκόμενο, σύνολο, ηθικά καταξιωμένο από τους αγώνες του και με συμπεριφορές αλληλεγγύης, αποτέλεσε ένα σημαντικό προστατευτικό παράγοντα, τόσο σε κοινωνικό όσο και ψυχολογικό επίπεδο,  ενώ η αλληλεγγύη  από άτομα  ή οικογένειες του αντίθετου  στρατοπέδου  δεν ήταν σπάνια.  Τα παιδιά που δεν είχαν αυτή την προστασία υπέστησαν  βαρύτερο κοινωνικό αποκλεισμό και βίωσαν περισσότερο τον ιδρυματισμό των παιδουπόλεων.

Ο τρόπος που τα παιδιά αυτά  χρησιμοποίησαν την όποια στήριξη τους δόθηκε,  κινήθηκαν στο κοινωνικό τους περιβάλλον και προχώρησαν την ζωή τους  θέτει σημαντικά  ερωτήματα σε ότι αφορά τους  ψυχολογικούς αμυντικούς μηχανισμούς, τους οποίους μπορούμε δύσκολα να κωδικοποιήσουμε, καθώς  το «παιχνίδι» ανάμεσα στους τραυματικούς και αμυντικούς / προστατευτικούς παράγοντες είναι ιδιαίτερα εξατομικευμένο, δίνοντας το ιδιαίτερο χρώμα στην κάθε ατομική περίπτωση.    

Η προστασία ενός  παιδιού από τραυματισμούς περνάει  βασικά από  το μικρο-περιβάλλον του, κυρίως την οικογένεια του και  την φροντίδα της. Επιπλέον, τα θετικά βιώματα, η αυτοπεποίθηση  που γεννήθηκαν σε ένα σχετικά ασφαλές περιβάλλον, δημιουργούν ένα είδος ψυχικής παρακαταθήκης και μπορούν στη συνέχεια να αποτελέσουν ένα σημαντικό προστατευτικό παράγοντα, όταν το παιδί θα βρεθεί «στο μάτι του κυκλώνα». Αυτό αφορά κυρίως τα μεγαλύτερα παιδιά, 5-12 ετών, που συχνά κλήθηκαν να  αντιμετωπίσουν μόνα τους, μακριά από τους γονείς τους, καταστροφές και  τραυματισμούς.

Όλες οι μελέτες  που ασχολούνται με τους τραυματισμούς και την  επιβίωση των παιδιών  σε συνθήκες πολεμικών συρράξεων,   μπορούν να προσεγγίσουν την  διαδικασία επούλωσης των τραυματικών γεγονότων, σύμφωνα  με τις θεωρητικές τους υποθέσεις, για την δομή και την ανάπτυξη του ανθρώπινου ψυχισμού. Σε όλους σχεδόν τους μελετητές υπήρχε η  αρχική πεποίθηση,  ότι  η έκθεση των παιδιών σε βαριές τραυματικές  καταστάσεις (διωγμούς, βία, θάνατο γονιών, πείνα, απομόνωση κλπ.) θα  προκαλούσε βαθύτατα ή ανυπέρβλητα τραύματα, θα άφηνε έντονα και αναγνωρίσιμα ίχνη  στην εξέλιξη τους, ανιχνεύσιμα στην έρευνα. Η πραγματικότητα αποδείχτηκε σαφώς πολυπλοκότερη, με την έννοια ότι  το τελικό αποτέλεσμα ήταν  συχνά απρόβλεπτο, δεν ήταν ευθέως ανάλογο με το βάρος των τραυματισμών  και συχνά δεν ήταν καταστροφικό. Πολλά από αυτά τα παιδιά, όπως φαίνεται και από την μελέτη της Μ.Νταλιάνη, κατάφεραν να συνεχίσουν την ζωή τους και να πετύχουν κοινωνικά, χωρίς όμως να γνωρίζουμε πολλά πράγματα για την βαθύτερη πορεία  τους, τον βουβό πόνο και τους ιδιαίτερους ψυχικούς δρόμους που ακολούθησαν. Η κοινωνική επιτυχία αποτελεί δείκτη ενός ψυχισμού που κατάφερε να επουλώσει τις πληγές του και να «χτίσει» καινούργιες ισορροπίες αλλά δεν επιτρέπει την υποτίμηση του βάρους των ψυχο-τραυματισμών, ούτε δίνει επαρκείς πληροφορίες για τους ιδιαίτερους ψυχολογικούς δρόμους. Ένας μηχανισμός άμυνας που έχει αναφερθεί σε πολλές μελέτες είναι   η σταδιακή και τμηματική συνειδητοποίηση των τραυμάτων, παράλληλα με την συμμετοχή σε  καθημερινές δραστηριότητες εργασίας, παιχνιδιού ή μάθησης / εκπαίδευσης, με σαφείς προστατευτικές ιδιότητες καθώς  επιτρέπουν στην ζωή να συνεχίζεται.

Σε αρκετές μαρτυρίες γίνεται αναφορά σε επαναληπτικές συμπεριφορές που συχνά  αποτελούν την μοναδική ένδειξη βαθύτερων , «θαμμένων» , ψυχοτραυματισμών  της παιδικής ηλικίας. Οι συμπεριφορές αυτές ίσως έπαιξαν, τότε, ένα θετικό ρόλο στην επιβίωση τους  (π.χ. καχυποψία ή υπερπροσαρμοστικότητα ), ενώ στην ενήλικη ζωή έγιναν συχνά αιτία ενόχλησης και ρήξεων με το περιβάλλον (7). Τις βαρύτερες επιπτώσεις είχαν τα παιδιά που οι εξωτερικοί τραυματισμοί  επέδρασαν σ’ ένα πιο εύθραυστο υπόστρωμα – όπου υπήρχε ασθενής κληρονομική προδιάθεση ή πολύ πρώιμοι και μαζικοί τραυματισμοί, όταν η απουσία της οικογένειας ήταν πλήρης, ή σοβαρές οι ανεπάρκειες της, όταν δεν λειτούργησαν ικανοποιητικά τα  υποκατάστατα της οικογένειας.  

Μελέτες για τους ψυχο τραυματισμούς των παιδιών εμφανίστηκαν αμέσως μετά τον  Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και ήταν στη πλειοψηφία τους ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης. Παρά το γεγονός ότι  κυρίως αφορούσαν την,  από πολλές πλευρές, ιδιαίτερη ομάδα των λίγων Εβραιόπουλων που κατάφεραν να επιζήσουν από την ναζιστική γενοκτονία, μας άφησαν  ένα  σημαντικό σύνολο εργασιών, γύρω από τους τραυματικούς παράγοντες, τους μηχανισμούς άμυνας  και το ιδιαίτερο προφίλ των παιδιών, που επέζησαν, δείχνοντας ιδιαίτερη αντοχή  και ψυχική ευελιξία.  Τα παιδιά αυτά, συνήθως χωρίς τους γονείς τους,  επέζησαν χάρη σε ευκαιριακά δίκτυα αλληλεγγύης, όταν ο εχθρός επιζητούσε την εξόντωση τους και το κοινωνικό περιβάλλον ήταν εχθρικό ή  αδύναμο να τα συνδράμει (7),(8),(9).   Η επιβίωση τους οφειλόταν  σε κάποιες ευνοϊκές  συγκυρίες και ιδιαίτερες ατομικές ικανότητες , που έκαναν τον  B. Cyrulnc (10) να μιλάει  για αυτά τα παιδιά σαν «ψυχο-Ζορό». Η μακροχρόνια εξέλιξη αυτών των παιδιών  κίνησε την περιέργεια πολλών ερευνητών  και στην αρχή της δεκαετίας του 1970, εμφανίστηκαν μελέτες  για  την εξέλιξη τους ως ενήλικους και ως γονείς. Αυτού του τύπου οι έρευνες αφορούσαν και άλλες  ομάδες   παιδιών, δίνοντας συχνά έμφαση στα  «αντικειμενικά κριτήρια» εκτίμησης της πορείας τους : την σχολική και επαγγελματική  επιτυχία, την σωματική και ψυχική τους υγεία, την οικογενειακή τους κατάσταση, την συμπεριφορά τους ως γονείς και συζύγους και γι’ αυτό τον σκοπό χρησιμοποιήθηκαν δομημένα γραπτά ερωτηματολόγια αλλά και μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις.   Σε αυτή την κατηγορία μελετών στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό και αυτό το βιβλίο.  

Σε ότι αφορά το βάθος των τραυματισμών  και στη συνέχεια των μηχανισμών επούλωσης, πιστεύω ότι δεν είναι δυνατό να  έχουμε  μια  συνολική εικόνα, για τον  απλό λόγο ότι πρόκειται  για μηχανισμούς πολυδιάστατους, σε μεγάλο βαθμό  ασυνείδητους, συχνά  εξαρτημένους από συγκυριακούς προστατευτικούς παράγοντες. Η μελέτη της έννοιας της «κατασκευής»  στην ψυχαναλυτική θεραπεία (11) μας έχει ήδη προετοιμάσει για την  πολύπλοκη διαδικασία επούλωσης των  βαθύτερων τραυματικών καταστάσεων, έχοντας από καιρό παραιτηθεί από την «κάθαρση», που διακήρυξαν οι πρώτοι ψυχαναλυτές. H  θεραπευτική αυτή διαδικασία  πραγματοποιείται, συνήθως, πολλά χρόνια μετά τον τραυματισμό, όταν εκδηλώσεις που πιθανά συνδέονται με τις τραυματικές καταστάσεις «ενοχλούν» με διάφορους τρόπους το ίδιο το άτομο και τους δικούς του. Στηρίζεται στη βοήθεια  που προσφέρει ο θεραπευτής, με τις γνώσεις του και  «δάνεια» από τον δικό του ψυχικό κόσμο, ώστε να  έρθουν στην επιφάνεια και να  πάρουν μια μορφή, αποδεκτή στη σημερινή ζωή των ανθρώπων, σημαντικά κομμάτια από τα παλιές τραυματικές καταστάσεις και ότι τις συνοδεύει.  

Είναι γενικός κανόνας ότι παλιές και λίγο ή πολύ επουλωμένες πληγές, κανείς δεν τις  προσεγγίζει χωρίς ιδιαίτερο κίνητρο. Αυτό το κίνητρο μπορεί να είναι ατομικό, με την έννοια  της ανακούφισης του ψυχικού βάρους που μπορούν ακόμα να προκαλούν ή να αναδυθούν στο πλαίσιο του απολογισμού μιας ολόκληρης ζωής (5),(6). Μπορεί να είναι και συλλογικό, όταν τα κοινωνικά ή πολεμικά γεγονότα που συνδέθηκαν με τους ψυχο- τραυματισμούς ξανάρχονται στο προσκήνιο με θετική διάθεση αποδοχής ή και επιβράβευσης των θυσιών, επιτρέποντας μέσα από την αφήγηση να προσεγγίσουμε πράγματα που κρατούσαμε «καταχωνιασμένα». Μια τέτοια περίοδο γνωρίσαμε στην Ελλάδα μετά το 1981,με την επίσημη κοινωνική αναγνώριση του Ε.Α.Μ., τις αντιστασιακές συντάξεις  και τις  ευρύτερες αναφορές στα γεγονότα του 1946-49 ως εμφύλιο πόλεμο.  

Όταν οι ψυχο-τραυματισμοί προσεγγίζονται ερευνητικά, η δυσπιστία απέναντι στον ερευνητή-συνεντευκτή, αναγκαστικά περαστικό από την   ζωή των ανθρώπων, είναι ο κανόνας, χωρίς αυτό να αναιρεί τον ανακουφιστικό χαρακτήρα που μπορεί να έχει η αφήγηση παλαιών τραυμάτων, αν ο ερευνητής μπορεί να κατανοήσει, στοιχειωδώς,   τα όσα έγιναν τότε. Θα αναφερθώ και πάλι στον S. Tomkiewicz (1) όταν προσπαθεί να εξηγήσει γιατί, αντίθετα από την μεγάλη αδελφή του, σιώπησε  ως τα 48 του χρόνια : «Αν σιώπησα, αυτό δεν οφείλεται τόσο στα φρικαλέα πράγματα που έζησα στα στρατόπεδα…αλλά κυρίως στον μαζικό χαρακτήρα των φόνων που έζησα στη Πολωνία…Δεν ήθελα επίσης να μιλήσω για τα σαρκικά μου βιώματα γιατί ντρεπόμουν : οι ψείρες, η βρωμιά δεν είναι πράγματα που λέγονται και δεν μίλησα γι’ αυτά σε κανένα. Από ντροπή επίσης δεν μπορούσα να εκφράσω τον ψυχικό μου πόνο και συνήθισα από την αρχή να ελαχιστοποιώ την οδύνη. Όταν βλέπω κάποιους  τέως κρατούμενους να διηγούνται κλαίγοντας και χειρονομώντας τις αναμνήσεις τους μπροστά σε άλλους αισθάνομαι μια βαθιά δυσφορία…εγώ ποτέ δεν το μπόρεσα. Ένας ψυχαναλυτής θα έλεγε ότι είμαι ανίκανος να συνδέσω το συναίσθημα με την ψυχική παράσταση που αντιστοιχεί. Αυτός είναι ίσως ένας βασικός λόγος που είμαι συγκρατημένος με την ψυχανάλυση: η απόλυτη άρνηση να κλάψω μπροστά σε ένα ψυχαναλυτάκο που δεν του φτάνει μια εύθυμη διήγηση και περιορισμένη μόνο στα γεγονότα. Έτσι χρειάστηκαν περισσότερα από 30 χρόνια για να μιλήσω, σ’ ένα μαγνητόφωνο, για τον μείζονα τραυματισμό μου, δηλαδή την εγκατάλειψη των γονιών μου μέσα στο τραίνο (σημ.: ο S.T. απόδρασε από το τραίνο που τους οδηγούσε στο θάνατο)».    

Θεωρώ μείζονα αναφορά το κείμενο της Φρ. Αμπατζοπούλου (12), όπου  ξεκινώντας από τον Ιερό Αυγουστίνο  και σχολιάζοντας την αφήγηση  Ελλήνων Εβραίων, επιζώντων της Ναζιστικής γενοκτονίας, έδωσε  κάποια κλειδιά για την δυνατότητα αφήγησης  βαριά τραυματικών  καταστάσεων (βάσανος). Λέει « …οι ιστορίες ζωής προσλαμβάνουν το χαρακτήρα μαρτυρίας μόνο χάρη στη συμ-μαρτυρία του άλλου και με τη συμ-μαρτυρία δεν εννοούμε απλώς την οπτική επαλήθευση, αλλά την ελεήμονα στάση απέναντι στη βάσανο. Χωρίς το στοιχείο του ελέους από την πλευρά του αποδέκτη της εξομολόγησης ο πόνος θα παρέμενε βουβός και ανέκφραστος. Ο πόνος θα αποκτήσει φωνή μόνο εάν ο ακροατής γίνει συμ-μάρτυρας, εάν δηλαδή κατασκευάσει μια δική του ιστορία για τον πόνο».  Τα παραπάνω αφορούν ιδιαίτερα τις ακραίες  εμπειρίες πόνου (ναζιστικά στρατόπεδα,  παρουσία σε εκτελέσεις, βασανιστήρια, βάναυσες φυλακίσεις  κλπ.), που ξεφεύγουν από όσα μπορεί να βιώσει και να φανταστεί ο καθημερινός άνθρωπος. Εάν δεν  υπάρξει «μαρτυρία» , τότε αυτά απλά δεν γίνονται πιστευτά ή ο ακροατής παγώνει και αποστασιοποιείται από αυτά που ακούει.  Η αφήγηση βάζει μια «τάξη» στα καταχωνιασμένα βιώματα, που σημαίνει , επίσης, ότι τα εναρμονίζει  με τα βιώματα της περιόδου της ζωής όπου βρίσκεται ο αφηγητής, την στιγμή της συνάντησης του με τον «μάρτυρα» – ακροατή, ερευνητή ή και θεραπευτή, τάξη που μας παραπέμπει   στη έννοια της κατασκευής, που προανέφερα. Η τάξη αυτή θα είναι προφανώς διαφορετική, το συναισθηματικό φορτίο θα είναι διαφορετικό αν τα τραύματα προσεγγιστούν ξανά σε μια άλλη περίοδο της ζωής.   Στην εποχή μας, η συχνή κινηματογραφική αναφορά σε πολέμους και βασανιστήρια  κρατά ζωντανή μια εικόνα  αυτών των καταστάσεων, απογυμνωμένη όμως  από το βιωματικό και συναισθηματικό στοιχείο. Το γεγονός ότι οι κινηματογραφικές εικόνες βίας μπορούν να προκαλούν και γέλιο ή να συνοδεύονται από κατανάλωση πίτσας και αναψυκτικών δείχνει πόσο απομακρυσμένες είναι από την δυνατότητα της μαρτυρίας, με την έννοια που προαναφέραμε. Μόνο ελάχιστοι σκηνοθέτες μπόρεσαν να περάσουν στους θεατές  μία κάποια γεύση από την διάσταση της μαρτυρίας, για παράδειγμα ο Κεν Λόουτς στο «Γη και Ελευθερία»  ή ο Ν. Μιχάλκωφ στο «Ψεύτη ήλιο».  

Ακούγοντας το μαγνητοφωνημένο υλικό από τη έρευνα της Μ. Νταλιάνη  γίνεται εμφανής η πολυπλοκότητα αυτής της αφήγησης, η εμφανής συναισθηματική αμφιθυμία και οι πολυσημίες που κρύβει αυτή η αφήγηση, αγγίζοντας παλιές πληγές. Για παράδειγμα , η ουσιαστικά θυελλώδης συνάντηση με τους γονείς που γύρισαν από την φυλακή, που μπορεί όμως να αναφέρεται ως το πιο καθημερινό γεγονός. Η αφήγηση αυτή, όμως,  είναι συχνά η ευκαιρία να ειπωθούν για πρώτη φορά ανοιχτά τα αρνητικά αισθήματα για τον «άγνωστο» γονιό που συνάντησαν σε ηλικία 10-12 ετών, αρνητικά αισθήματα που συνυπήρχαν, ταυτόχρονα, με την αποδοχή και την δύσκολη αλλά οικιοθελή συγκατοίκηση με αυτόν. Οι παλιές πληγές κάποτε αχνοφαίνονται  ή υπονοούνται με ένα μισόλογο  και αυτό δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο. Κανένας δεν ξύνει παλιές πληγές χωρίς λόγο. Είναι πολύ πιο εύκολο να μιλήσουμε για πιο επεξεργασμένα τραύματα, που πονούν λιγότερο και στην ανάγκη να τα διανθίσουμε με την φαντασία μας (π.χ. μια σκηνή σύλληψης ή μια βαρειά αρρώστια) , παρά να αγγίξουμε τα λιγότερο επεξεργασμένα, αναγνωρίσιμα από την συναισθηματική φόρτιση που συνοδεύει το πλησίασμα τους, ένα είδος προειδοποίησης για  τους κινδύνους του παραπέρα «σκαλίσματος». Σε αυτή την διαδικασία ανήκουν και οι «παγίδες» που στήνονται στον ερευνητή (π.χ. η επιμονή  σε δευτερεύοντες  μηχανισμούς  ή  η τυχαία και εκ παραδρομής επισήμανση    βαρύτερων τραυματισμών, βλέποντας αν ο ερευνητής θα μπορέσει  ή θα θελήσει να πιάσει το νήμα).
Όλες αυτές οι συνιστώσες δίνουν σε κάθε τέτοια έρευνα  ένα τελείως ατομικό και ανεπανάληπτο προφίλ, ανάλογα με τον χρόνο που θα αφιερωθεί στην συνέντευξη, την πείρα του συνεντευκτή, την θεωρητική του κατεύθυνση, την ψυχοθεραπευτική του εμπειρία, την δυνατότητα να συλλέξει την μαρτυρία, με την έννοια που προαναφέραμε αλλά ακόμα και τη  διάθεση(το «κέφι») των συμμετεχόντων, να ακολουθήσουν ένα νήμα που ευκολότατα μπορεί να χαθεί. Αυτό το βλέπουμε σαφώς σε συνεντεύξεις  που επαναλαμβάνονται μετά από ένα χρονικό διάστημα, όπου τα ίδια γεγονότα χρωματίζονται διαφορετικά, τόσο γιατί η γνωριμία με τον συνεντευκτή επιτρέπει  την βαθύτερη προσέγγιση, όσο και γιατί οι αλλαγές στις κοινωνικές παραστάσεις και τις εσωτερικές διεργασίες φωτίζουν το ίδιο γεγονός από διαφορετική πλευρά. Πιστεύω ότι , όπως ακριβώς συνέβη και  με την ψυχαναλυτική θεραπεία, η  προσμονή της πλήρους «κάθαρσης» των ψυχοτραυματισμών δεν μπορεί να αποτελεί παρά μια ευγενή και κινητήρια ουτοπία, η οποία όμως  μας τροφοδοτεί με όσα ξέρουμε για αυτά τα ζητήματα.

(1)Tomkiewicz S. L’ adolescence volée. Ed. Hachette(Pluriel), Paris, 2002

(2)Λαγάνη Ε. To «Παιδομάζωμα» και οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις, 1949-1953. Εκδ. Ι.Σιδέρης, Αθήνα, 1996

(3)Πλουμπίδης Δ. «Οι συνέπειες των πολεμικών συρράξεων στα παιδιά». Θέματα Ψυχοδυναμικής και Ψυχοκοινωνικής Παιδοψυχιατρικής, αφιέρωμα στον καθηγητή Γ.Τσιάντη. Εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σ. 595-604

(4)Βερβενιώτη Τ. «Καλλιόπη Μουστάκα : αρχηγός Παιδούπολης «Αγία Σοφία» Βόλου» Αρχειοτάξιο, Νο 10, Ιούνιος 2008, 186-199

(5)Παγούνης Μ. Παιδιά της ελπίδας, ζωή μέσα απ’ τη στάχτη. Εκδ. Δωδώνη, Αθήνα, 2006

(6) Ατζακάς Γ. Θολός Βυθός, Εκδ.Αγρα, Αθήνα 2008

(7)Hogman Fl. «Εκτοπισμένα  εβραιόπουλα  στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου». Τετράδια Ψυχιατρικής, Νο 52, Οκτ. – Δεκ. 1995, 40-51

(8)Klüger R. Άρνηση Μαρτυρίας, Βιέννη-Αουσβιτς-Νεα Υόρκη. Εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2008

(9)Φλαϊσερ Χ. Ο πόλεμος της μνήμης.Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία. Εκδ. Νεφέλη, Αθήνα, 2008

(10)Cyrulnic B.- Duval Ph. Psychanalyse et Résilience. Ed. Od.Jacob, Paris, 2006

(11) Freud S. «Κατασκευές στην ψυχανάλυση, 1937». Εκ των Υστέρων, Νο 1, Τι κατασκευάζεται στην ψυχανάλυση, Σεπτ. 1997, σ. 5-15

(12) Αμπατζοπούλου Φρ. «Ιστορίες ζωής. Η βάσανος και η αφήγηση». Εκ των Υστέρων,Νο1, Σεπτ. 1997, σ.224-241

Δ.Πλουμπίδης: Στη δική μου περίπτωση δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τζάκια


Ο Δημήτρης Πλουμπίδης άσκησε κριτική για όσους μιλούν για οικογενειοκρατία αναφερόμενοι στην υποψηφιότητά του με τον ΣΥΡΙΖΑ στις προσεχείς ευρωεκλογές.


“ Έχω προσωπική πορεία παρότι τιμώ το όνομα του πατέρα μου” απάντησε ο Δημήτρης Πλουμπίδης, υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ μέσω του news247 στους 88,6.

“Εγώ είμαι υποψήφιος, όχι ο πατέρας μου. Ο πατέρας μου βασανίστηκε και εκτελέστηκε, δεν μπορούμε να μιλάμε για τζάκια σε αυτή την περίπτωση” δήλωσε.

Σε σχέση με τις ευρω-εκλογές, τόνισε τον κίνδυνο ανόδου της ακροδεξιάς και του νεοφιλελευθερισμού που περιορίζει τα κοινωνικά δικαιώματα. Τάχθηκε υπέρ των ευρύτερων συμμαχιών του χώρου της Αριστεράς.

Σημείωσε ότι στόχος του είναι να ασχοληθεί με το θέμα των κοινωνικών δικαιωμάτων, των κοινωνικών ασφαλίσεων και η ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών υγείας.

Συνέντευξη του Δημήτρη Πλουμπίδη: Βασανιστήρια, ψυχικός τραυματισμός και αντιστάσεις, από τη Χούντα μέχρι σήμερα


Βασανιστήρια, ΕΑΤ-ΕΣΑ, Σπύρος Μουστακλής: λέξεις άρρηκτα συνδεδεμένες με τη χούντα. Ο ψυχίατρος Δημήτρης Πλουμπίδης, ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μιλάει για τον βασανισμό, τις επιπτώσεις, τους βασανιστές, την εξουσία.

Βασανιστήρια, ΕΑΤ-ΕΣΑ, Σπύρος Μουστακλής: λέξεις άρρηκτα συνδεδεμένες με τη χούντα. Δεν είναι όμως λόγοι ιστορικής μνήμης που μας κάνουν να ασχολούμαστε με τα βασανιστήρια, καθώς κάθε άλλο παρά περασμένη ιστορία μπορούν να θεωρηθούν στις αρχές του 21ου αιώνα. Ο ψυχίατρος Δημήτρης Πλουμπίδης, ομότιμος καθηγητής ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, μιλάει για τον βασανισμό, τις επιπτώσεις, τους βασανιστές, την εξουσία.

Ο βασανισμός και τα τα βασανιστήρια είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που μας έρχονται αμέσως στο μυαλό, μιλώντας για τη χούντα των συνταγματαρχών.

Η φράση «γίνονται βασανιστήρια» δεν ειπώθηκε ποτέ από τους ιθύνοντες του χουντικού καθεστώτος. Δεν μπορούσαν να το πουν ανοιχτά, γιατί τα βασανιστήρια απαγορεύονταν ρητά από τις διεθνείς συμβάσεις. Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, διαβάζουμε στην εισηγητική έκθεση του Γ.Α. Μαγκάκη στη Βουλή, για το σχέδιο νόμου «Περί ποινικού κολασμού των βασανιστηρίων» το 1984, ότι όλα τα ελληνικά Συντάγματα τα απαγόρευαν, αρχίζοντας από το Σύνταγμα της Επιδαύρου του 1821, ενώ το Σύνταγμα του 1975 προβλέπει και την τιμωρία των βασανιστών. Ούτε καν ένα δικτατορικό καθεστώς δεν μπορεί με υπερηφάνεια να δηλώσει ότι βασανίζει. Μην ξεχνάτε, και ο Λεπέν, που ήταν βασανιστής στην Αλγερία, είχε πει: «Μα τι λέτε! Μόλις άρχιζαν να μιλάνε, σταματάγαμε αμέσως» (να τους βασανίζουμε)… Τα βασανιστήρια όμως αφήνονταν να εννοηθούν, υπήρχαν ως απειλή, για όποιον δεν ήταν υπάκουος.

Τα βασανιστήρια της χούντας, αλλά και η χούντα συνολικότερα, είναι μια συνέχεια, μια «αναπαραγωγή» της εμφυλιακής Ελλάδας. Έτσι, είχαμε κυρίως σωματικό βασανισμό: ξύλο, απομόνωση σε κακές συνθήκες, πρόκληση σωματικού πόνου, εκφοβισμό και ταπείνωση. Δεν είχαμε, όσο ξέρω, «λευκά κελιά», αισθητηριακή αποστέρηση, βασανιστήρια τύπου Γκουαντάναμο. Είχαμε τα «παραδοσιακά» βασανιστήρια.

Πώς μπορούμε να ορίσουμε το βασανιστήριο;

Θα έλεγα ότι βασανιστήριο έχουμε όταν, με τον φυσικό πόνο και με την εκμηδένιση των ψυχολογικών αντιστάσεων, επιδιώκεται το χάσιμο των ορίων που στηρίζουν την προσωπικότητά και η «συνεργασία» του βασανιζόμενου στο έργο της ανάκρισης.

Αν περάσουμε, τώρα, στην «άλλη πλευρά», ποιοι είναι αυτοί που γίνονται βασανιστές;

Υπάρχει το ωραίο φιλμ που βασίστηκε στην έρευνα της αξέχαστης Μίκας Φατούρου για τους ΕΣΑτζήδες («Ο γιος του γείτονά σου: Πώς κατασκευάζεται ένας βασανιστής», 1982). Βέβαια, το φιλμ έγινε αφού έπεσε η Χούντα, όταν οι τέως βασανιστές ήταν μετέωροι στο νέο κοινωνικό περιβάλλον.

Δέχομαι το γενικό συμπέρασμα της Φατούρου: ο βασανιστής μπορεί να είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Υπό κάποιες συνθήκες, πολλοί άνθρωποι μπορούν να γίνουν βασανιστές. Όλοι; Θα έλεγα όχι. Χρειάζονται κάποια ειδικά στοιχεία, λ.χ. κάποιες δόσεις σαδισμού, που δεν τα έχουν όλοι. Δεν πρόκειται όμως για ξεχωριστό είδος ανθρώπων — αν τους δεις χωρίς εξουσία, πολύ συχνά είναι ανθρωπάκια.

Επίσης, όπως λέει και η Φατούρου, συχνά οι βασανιστές είχαν φάει δέκα καντάρια ξύλο και δίναν πέντε. Συχνά οι άνθρωποι που γίνονται βασανιστές έχουν υποστεί παλιότερα τον βασανισμό και τον σαδισμό. Δεν είναι αναγκαστικό, αλλά υπάρχει σχέση.

Ο βασανιστής όμως είναι φορέας εξουσίας…

Ο βασανιστής είναι φορέας εξουσίας. Μεγάλης, πολύ μεγάλης, ίσως και απόλυτης την ώρα του βασανιστηρίου, αλλά εξουσίας μάλλον χαμηλής στην ιεραρχία, καθώς τους χρησιμοποιούν άλλοι που βρίσκονται πιο ψηλά από αυτούς. Αν ο βασανιστής δεν έχει όχι απλώς κάλυψη, αλλά ενθάρρυνση από το κράτος, τα όριά του είναι πάρα πολύ περιορισμένα. Αυτό ισχύει και εκτός των κρατικών μηχανισμών: αν μια ακροδεξιά ή νεοναζιστική ομάδα βιαιοπραγεί, ταπεινώνει και βασανίζει λ.χ. κάποιους μετανάστες, μπορεί να το κάνει εύκολα και συστηματικά μόνο αν η κρατική εξουσία το αποδέχεται, λίγο ή πολύ.

Ποιες είναι οι επιπτώσεις των βασανιστηρίων;

Σαν ψυχίατρος, αλλά και γενικότερα, μπορώ να πω ότι οι επιπτώσεις είναι τόσο βραχυπρόθεσμες όσο και μακροπρόθεσμες. Το βασανιστήριο ακολουθεί τη διαδρομή που ακολουθούν γενικά οι ψυχικοί τραυματισμοί. Οι άνθρωποι τους διαχειρίζονται δύσκολα, συνήθως τους θάβουν. Μιλάνε μόνο σε κατάλληλες συνθήκες, σε όσους αισθάνονται ότι μπορούν να τους καταλάβουν –και σε δοκιμάζουν, αν μπορείς– ή όταν οι εμπειρίες τους αυτές γίνονται εφιάλτες, τους πνίγουν και πρέπει να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν τη ζωή τους. Μιλάνε πάντα για ένα μόνο κομμάτι, αυτό που μπορούν να διαχειριστούν καλύτερα ή αυτό που τους πονάει λιγότερο.

Οι περισσότεροι από όσους έγραψαν για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης το έκαναν πολλά χρόνια μετά. Έπρεπε πρώτα να σταθούν στα πόδια τους, για να μπορέσουν να διαχειριστούν τον ψυχικό τραυματισμό. Ο Πρίμο Λέβι είναι από τους λίγους που έγραψε αμέσως, το 1947, το Αν αυτό είναι ο άνθρωπος [στα ελληνικά κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα, σε μετάφραση Χαράς Σαρλικιώτη]. Η υποδοχή όμως ήταν παγερή, όλη η Ευρώπη ήθελε να ξεχάσει. Μόνο πολλά χρόνια αργότερα έγινε αντικείμενο μελέτης και παγκόσμιας αναγνώρισης, όταν οι άνθρωποι μπορούσαν πια να ακούσουν.

Πώς μπορεί να αντισταθεί κανείς στα βασανιστήρια;

Θυμίζω το περίφημο, για όλους τους αριστερούς πολιτικούς κρατούμενους: «Αγάπα το κελί σου, τρώγε το φαΐ σου, διάβαζε πολύ». Δηλαδή, αγάπα τον χώρο που ζεις για να μη πνίξουν οι τέσσερις τοίχοι, τρώγε για να μην πάθεις φυματίωση και πεθάνεις, διάβαζε για να μπορεί να ξεφεύγει το μυαλό σου. Γενικά, ο ρόλος της ιδεολογίας, της πίστης είναι τεράστιος. Πιο συγκεκριμένα, την ώρα του βασανισμού, συνήθως το μυαλό αλλά και οι αισθήσεις του κρατούμενου πιάνονται από κάτι θετικό ή κάτι έξω από τη διαδικασία: μια φωνή, ένα τρένο που περνάει, ενώ η φαντασία τους ανακαλεί ανθρώπους αγαπημένους, τόπους, στιγμές, πράγματα που τους κρατάνε.

Και υπάρχουν βέβαια και αυτοί που δεν αντέχουν…

Οι άνθρωποι που δεν άντεξαν στα βασανιστήρια αισθάνονται έναν πολύ μεγάλο πόνο, που είναι εξαιρετικά δύσκολο να τον προσεγγίσουμε. Θυμάμαι έναν διάλογο από ένα βιβλίο του Γιάννη Μανούσακα, την Ακροναυπλία νομίζω. Του έριξε δέκα καντάρια ξύλο ο βασανιστής, και του είπε: — Εμένα, αν με βρεις μετά, κάηκα. Του απαντάει ο κρατούμενος: — Από μένα να μη φοβάσαι: εσύ με έδειρες, εγώ δεν έσπασα, είμαστε πάτσι. Αυτούς όμως που λύγισαν, να τους φοβάσαι…

Ένα πολύ ενδιαφέρον πράγμα –και δεν μιλάω τόσο για τη χούντα, αλλά για όλα τα προηγούμενα χρόνια– με το οποίο δεν έχουμε ασχοληθεί είναι οι «δηλώσεις μετανοίας»: σε αναγκάζουν να αρνηθείς ό,τι πιο πολύτιμο έχεις. Αυτός ο άνθρωπος είναι πεσμένος, και στα μάτια των άλλων και στα δικά του· και τον αφήναν ελεύθερο αφού τον είχαν ταπεινώσει. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν γραφτεί ελάχιστα πράγματα· η πληγή και η εσωτερική σύγκρουση είναι μεγάλη.

Σήμερα, πώς μπορεί μια δημοκρατία να συνυπάρχει με τα βασανιστήρια;

Ο πόλεμος κατά της τρομοκρατίας του Μπους είναι τομή. Για τους τρομοκράτες τα βασανιστήρια επιτρέπονται· και εκείνο που μας γυρίζει αιώνες πίσω είναι ότι αυτό γίνεται σχεδόν δημόσια: η απαγόρευση των βασανιστηρίων, που θεωρούσαμε κατακτημένη, αναστέλλεται για όσους θεωρούνται τρομοκράτες. Αν μιλήσω για την Ελλάδα, σήμερα, η πρακτική των ξυλοδαρμών ή της κακοποίησης κρατούμενων φαίνεται ότι είναι πολύ ευρύτερη από ό,τι παλιότερα. Ειδικά για κάποιους μετανάστες χωρίς χαρτιά, τα δικαιώματα είναι ελάχιστα.

Πηγή: Αυγή, 17.3.2019 | Η συνέντευξη πρωτοδημοσιεύθηκε, στην αρχική της μορφή, στα «Ενθέματα» της Αυγής, στις 21.4.2013.

Επιμέλεια: Ιωάννα Βόγλη, Στρατής Μπουρνάζος

Δ. Πλουμπίδης: Σημαντικό το όνομα του πατέρα μου, αλλά κρίνομαι για τη δική μου πορεία

«Έχουμε μπροστά μας μία πολύ σημαντική μάχη, που θα καθορίσει την πορεία της χώρας από εδώ και πέρα», ανέφερε ο ψυχίατρος και ομότιμος καθηγητής Ψυχιατρικής του Εθνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, Δημήτρης Πλουμπίδης, μιλώντας στον ρ/σ «105,5 Στο Κόκκινο» για την κάθοδό του στις ευρωοεκλογές με το ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία.

«Πίστεψα ότι έπρεπε να είμαι εκεί σε αυτή τη μάχη», σημείωσε ο υποψήφιος ευρωβουλευτής, τονίζοντας, παράλληλα, τη σημασία της παρουσίας σ’ αυτή τη μάχη «καθώς οι Βρυξέλλες καθορίζουν τις τύχες μας και πρέπει […] να κάνουμε πράγματα εκεί, μαζί με τις άλλες προοδευτικές δυνάμεις της Ευρώπης».

Μιλώντας για το ιστορικό όνομα που φέρει, ο κ. Πλουμπίδης τόνισε: «Σε αυτές τις εκλογές κρίνομαι για αυτά που έχω κάνει εγώ, για τη δική μου πορεία κρίνομαι».

«Οπωσδήποτε, φέρω το όνομα του πατέρα μου, κάτι πολύ σημαντικό και τιμητικό. Αλλά δεν κρίνομαι για τη δική του πορεία, κρίνομαι για τη δική μου», είπε και αναφερόμενος στα σχόλια που συνόδευσαν την υποψηφιότητά του με αιχμή στο όνομά του, πρόσθεσε: «Είμαι αρκετά μεγάλος σε ηλικία, τα ακούω αυτά πάρα πολλά χρόνια, είμαι προπονημένος και γι’ αυτό δεν με αγγίζουν».

Επίσης, χαρακτήρισε «πολύ μεγάλο λάθος» να ταυτίζει κάποιος την πορεία του με αυτή των γονιών του και να πιστεύει, όπως είπε, «ότι μπορούμε να εκπροσωπούμε εμείς πράγματα που έχουν γίνει σε άλλη εποχή», τονίζοντας πως «πάντα κρίνεται κανείς από το παρόν».

Χαρακτήρισε, δε, «τιμητικό» το σχόλιο του Χρήστου Χωμενίδη, ο οποίος ανέφερε ότι «ο Δημήτρης Πλουμπίδης δεν είναι γόνος. Είναι εξαιρετικός ψυχίατρος. Το γεγόνος πως όντας γιός του μαρτυρικού Νίκου Πλουμπίδη κατάφερε -τα φοβερά εκείνα χρόνια- να χαράξει τον δικό του δρόμο στη ζωή, τον τιμάει διπλά».

Μιλώντας για τον τομέα της Υγείας σημείωσε, μεταξύ άλλων, «έχουν πολλά θετικά, αλλά και πολλά αρνητικά, κυρίως νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, δηλαδή οικονομικές περικοπές».

Σχετικά με την ψυχική υγεία, υπογράμμισε: «Ο ψυχικά άρρωστος είναι συνήθως και κοινωνικά αδύναμος, περιθωριοποιημένος. Άρα, όλες οι πολιτικές ψυχικής υγείας αναγκαστικά αφορούν και το κοινωνικό κομμάτι. Αυτό μας επεκτείνει και στην υπόλοιπη Υγεία». Τόνισε, δε, ότι «αλλιώς είναι άρρωστος κάποιος με σημαντικό εισόδημα και αλλιώς κάποιος που δεν έχει».

Για τον χώρο της ψυχιατρικής στην Ελλάδα, είπε ότι τα τελευταία τριάντα χρόνια «επιχειρήθηκε να βγει από τα κλειστά ιδρύματα και να ασκείται μέσα στον κοινωνικό ιστό, στα Κέντρα Ψυχικής Υγείας, αλλά και στα ιδιωτικά ιατρεία. Κυρίως, να πάψει ο εγκλεισμός να είναι η απάντηση στην ψυχική νόσο. Έχουν γίνει πολλά, αλλά είναι κάτι που δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, είναι στην πορεία της αυτή η αλλαγή», υπογράμμισε ο κ. Πλουμπίδης.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ